- φαρμακις
- φαρμακίςφαρμᾰκίς-ίδος ἥ колдунья, ворожея, чародейка Arph., Dem., Arst., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρμακίς — sorceress fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίς — ίδος, ἡ, Α 1. μάγισσα 2. (με σημ. επιθ.) δηλητηριώδης 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «φαρμακὶς... καὶ εἶδος φαρμάκου» β) «φαρμακὶς... ἢ ἀκρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ἀνθρακ ίς)] … Dictionary of Greek
φαρμακίδα — φαρμακίς sorceress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδας — φαρμακίς sorceress fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδες — φαρμακίς sorceress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδι — φαρμακίς sorceress fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδος — φαρμακίς sorceress fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδων — φαρμακίς sorceress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίσι — φαρμακίς sorceress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίσιν — φαρμακίς sorceress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδ' — φαρμακίδα , φαρμακίς sorceress fem acc sg φαρμακίδι , φαρμακίς sorceress fem dat sg φαρμακίδε , φαρμακίς sorceress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)